Æthelwold ætheling - ορισμός. Τι είναι το Æthelwold ætheling
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Æthelwold ætheling - ορισμός


Æthelwold ætheling         
  • alt= Page from the will of Alfred the Great
  • Coin of "Alwaldus" (Æthelwold)
MONARCH
Aethelwold of Wessex; AEthelwold of Wessex; Alwaldus; Æthelwold of Wessex; Aethelwold aetheling; Ethelwold aetheling
Æthelwold () or Æthelwald (died 13 December 902) was the younger of two known sons of Æthelred I, King of Wessex from 865 to 871. Æthelwold and his brother Æthelhelm were still infants when their father the king died while fighting a Danish Viking invasion.
atheling         
  • 200x200px
  • 200x200px
ANGLO-SAXON TERM FOR A ROYAL PRINCE
Aethel; Atheling; Etheling; AEtheling; Æþeling; Æðling; Aetheling
['a?(?)l??]
¦ noun a prince or lord in Anglo-Saxon England.
Origin
OE ?theling, of W. Gmc origin, from a base meaning 'race, family'.
Atheling         
  • 200x200px
  • 200x200px
ANGLO-SAXON TERM FOR A ROYAL PRINCE
Aethel; Atheling; Etheling; AEtheling; Æþeling; Æðling; Aetheling
·noun An Anglo-Saxon prince or nobleman; ·esp., the heir apparent or a prince of the royal family.